κανακάρης, -ισσα, -ικο

κανακάρης, -ισσα, -ικο
αγαπητός, χαϊδεμένος, μοναχογιός: Τον έχουν κανακάρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”